Δρόμος για τη σωτηρία
Μακρύ κι ' αδιάβατο εκείνο των προγόνων μας ταξίδι που την πατρίδα αφήσαν και φύγαν μακρυά. Με αδειανή ψυχή και σώμα πληγωμένο, ψάχναν δρόμο για τη λευτεριά. Τα μάτια τους καθώς γυρνούσαν πίσω να κοιτάξουν, φωτιά, ερημιά και σώματα νεκρά είχαν αντίκρυ μόνο. Νερό της θάλασσας μα πια νερό με αίμα της Ασίας τα παράλια ήταν ποτισμένα. Του θρήνου η ηχώ μόνο ακουγόταν, της πληγωμένης μάνας το κλάμα που ηχούσε. Και της σιωπής των ψυχών εκείνη που πονούσε. Της ξένης γης το χώμα σαν πατήσαν, στου δέντρου τη φωλιά καταφύγιο θα βρίσκαν. Μια βαριά καρδιά να κουβαλούνε και μόνη τους παρηγοριά ότι ακόμη ζούνε. Τι μαύρη που είναι η προσφυγιά που πόλεμος τη φέρνει. Ο πόλεμος φέρνει και σκλαβιά και τη διχόνοια σπέρνει. Κι' όσο είσαι μακρυά, η ερημιά σε δέρνει.